- συμμετρικός
- symétrique
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
συμμετρικός — ή, ό / συμμετρικός, ή, όν, ΝΑ [σύμμετρος] αυτός που έχει συμμετρία νεοελλ. φρ. α) «συμμετρικά σημεία ως προς σημείο» μαθ. δύο σημεία που απέχουν εξίσου από ένα τρίτο σημείο το οποίο αποτελεί το μέσον τού ευθύγραμμου τμήματος που έχει ως άκρα τα… … Dictionary of Greek
συμμετρικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που έχει συμμετρία: Συμμετρικά σχήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συμμετρικήν — συμμετρικός of moderate size fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίκαιος — α και η, ο και δίκιος, α, ο (AM δίκαιος, α, ον) Ι. 1. αυτός που κρίνει δίκαια, που απονέμει δικαιοσύνη σύμφωνα με τους νόμους και τη λογική («ο δίκαιος κριτής γυρεύει να χωρίσει το δίκαιο από το άδικο») 2. ο νόμιμος («δίκαιος κληρονόμος») 3. ο… … Dictionary of Greek
φωτογραφία — Φυσικοχημική μέθοδος με την οποία αποτυπώνονται μόνιμα οι εικόνες πραγματικών αντικειμένων, καθώς αυτές σχηματίζονται ως είδωλα σε ένα σκοτεινό θάλαμο. Οι εικόνες που λαμβάνονται μπορεί να είναι ασπρόμαυρες ή έγχρωμες. Σχηματικά μπορούμε να… … Dictionary of Greek
simétrico — ► adjetivo 1 De la simetría. 2 Que tiene simetría: ■ hizo un dibujo simétrico. * * * simétrico, a (del gr. «symmetrikós») adj. Se aplica a lo que tiene simetría: ‘Una figura [o una distribución] simétrica’. ⊚ Con respecto a un punto o elemento de … Enciclopedia Universal
ασυμμετρικός — ή, ό ο μη συμμετρικός … Dictionary of Greek
γαρμπόζος — α, ικο κομψός, συμμετρικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. garboso «κανονικός, σύμμετρος»] … Dictionary of Greek
επιβλάστη — η 1. το τμήμα τής εξωβλάστης τού γαστριδίου που απομένει αφού αποχωριστεί η νευροβλάστη, από την οποία διαπλάσσεται το νευρικό σύστημα 2. μικρός συμμετρικός λοβός τής κοτυληδόνας στο έμβρυο τών αγρωστιδών … Dictionary of Greek
εύμετρος — εὔμετρος, ον (Α) 1. μετρημένος ή υπολογισμένος καλά, καλοζυγιασμένος («βαλὼν σφενδόνας ἀπ εὐμέτρου», Αισχύλ.) 2. συμμετρικός στις αναλογίες 3. αυτός που έχει μέτριες διαστάσεις ή αναλογίες («εὔμετρος οἶκος», Αρετ.) 4. εύρυθμος, εξαιρετικός στο… … Dictionary of Greek
εύπλαστος — η, ο (Α εὔπλαστος, ον) 1. (για κερί ή ύλη που μαλάσσεται, αναλύεται ή πήζει) ευκολόπλαστος 2. (για ανθρώπους) καλλίσωμος, καλοφτιαγμένος, συμμετρικός 3. (για λόγο) αυτός που διαμορφώνεται εύκολα, που έχει ευστροφία στην έκφραση 1. (με ενεργ.… … Dictionary of Greek